- ἐπισπορία
- ἐπισπορίᾱ , ἐπισπορίαfem nom/voc/acc dualἐπισπορίᾱ , ἐπισπορίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπορία — ἐπισπορία, ἡ (Α) [επίσπορος] 1. επισπορά 2. το να ρίχνει κανείς τους σπόρους ακατάστατα, τον ένα πολύ κοντά στον άλλο, όχι σε κανονικές αποστάσεις … Dictionary of Greek
ἐπισπορίην — ἐπισπορία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)